- δόλων
- ο (AM δόλων)μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκοςνεοελλ.ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνεςτα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιεςαρχ.-μσν.πρωραίο ιστίοαρχ.1. δοκάρι που κρατά πρωραίο ιστίο2. μακρύ καλάμι με αγκίστρι στο λεπτό του άκρο κατάλληλο για ψάρεμα, καλαμίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δόλος, με αρχική τη σημ. «μαχαίρι, στιλέτο», προτού εξελιχθεί στη μτγν. τεχνική (μεταφορική;) του σημασία «ιστίο (ορισμένου σχήματος)»].
Dictionary of Greek. 2013.